grenier - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

grenier - translation to Αγγλικά

FAMILY NAME

grenier         
n. attic, garner, garret, granary, loft
verdâtre      
greenish, greeny
grenier à foin      
n. hayloft, mow

Βικιπαίδεια

Grenier

Grenier is a surname. It is a French word for attic, loft, or granary. Notable people with the surname include:

  • Adrian Grenier
  • Angèle Grenier, Canadian maple syrup producer
  • Auguste Jean François Grenier (1814–1890), French doctor and entomologist
  • Clément Grenier
  • Eustace Grenier
  • Hugo Grenier, French tennis player
  • Jacques de Grenier (1736–1803), French Navy officer
  • Jean Charles Marie Grenier (1808–1875), French botanist and naturalist
  • John Grenier
  • Louis Grenier, fictional character
  • Martin Grenier
  • Philippe Grenier
  • Richard Grenier (disambiguation)
  • Robert Grenier (CIA officer)
  • Robert Grenier (poet)
  • Roger Grenier
  • Suzanne Blais-Grenier
  • Sylvain Grenier
  • Walter I Grenier, Lord of Caesarea
  • Zach Grenier
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για grenier
1. Je l‘explique dans l‘introduction du livre: je voulais que tout apparaisse comme dans un grenier, un seul grand grenier qu‘un gosse visiterait ŕ la lampe de poche.
2. Comme ses cases, l‘eau a aussi emporté son grenier.
3. Le conseiller national aurait pu rester ŕ Lausanne et, précisément aujourd‘hui, descendre ses mégaphones du grenier.
4. A 4 ans et demi, l‘enfant ouvre une malle dans le grenier de ses grands–parents.
5. L‘émerveillement d‘un gosse découvrant un immense grenier ŕ la lampe de poche.